ενοίκηση

ενοίκηση
η
η διαμονή σε κάποιο τόπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενοίκηση — η (AM ἐνοίκησις) [ενοικώ] 1. εγκατάσταση, εγκατοίκηση, διαμονή σ έναν τόπο («οὐ γὰρ διὰ τὴν παράνομον ἐνοίκησιν αἱ ξυμφοραὶ γενέσθαι τῇ πόλει» επειδή οι συμφορές στην πόλη δεν προήλθαν από την παράνομη εγκατάσταση, Θουκ.) 2. δικαίωμα κατοχής… …   Dictionary of Greek

  • ἐνοικήσῃ — ἐνοικήσηι , ἐνοίκησις dwelling in fem dat sg (epic) ἐνοικέω dwell in aor subj mid 2nd sg ἐνοικέω dwell in aor subj act 3rd sg ἐνοικέω dwell in fut ind mid 2nd sg ἐνοικέω dwell in aor subj mid 2nd sg ἐνοικέω dwell in aor subj act 3rd sg ἐνοικέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατοίκητος — εὐκατοίκητος, ον (Α) ο κατάλληλος για ενοίκηση, για κατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ οικητος (< κατ οικώ), πρβλ. α κατ οίκητος, πετρο κατ οίκητος] …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”